Εαρινή εποχιακή αλλεργία και Ομοιοπαθητική αντιμετώπιση

allergy, medical, allergic-1738191.jpg

Εαρινή εποχιακή αλλεργία και Ομοιοπαθητική αντιμετώπιση

Μολονότι η διάγνωση των αλλεργικών παθήσεων αυξάνεται γεωμετρικά στη σύγχρονη εποχή, αυτές φαίνεται να υπήρχαν όσο κι ο άνθρωπος. Για παράδειγμα οι πρώτες αναφορές τροφικής αλλεργίας αναφέρονται στην Συλλογή του Ιπποκράτη (460-370 π.Χ.) και αφορούν στο τυρί και στο κρασί. Επίσης, ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) ανέφερε ότι υπήρχαν άνθρωποι που δεν μπορούσαν να ανεχθούν τα φρούτα, ενώ σε αρχαία κείμενα περιγράφονται και περιστατικά παιδικής αλλεργίας, όπως ενός παιδιού που ανέπτυξε αλλεργική συμπτωματολογία μετά την κατανάλωση κατσικίσιου γάλακτος.

Τί είναι όμως η αλλεργία; Πρόκειται για αντίδραση υπερευαισθησίας που προκαλείται με ανοσολογικό μηχανισμό. Στην αλλεργία μπορεί να μετέχουν ειδικά αντισώματα ή ανοσολογικά κύτταρα (Τ-λεμφοκύτταρα). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων το αντίσωμα που τυπικά ευθύνεται για μια αλλεργική αντίδραση ανήκει στον IgE ισότυπο.

Πολύ συχνά οι ασθενείς ακούν τον ιατρό να αναφέρει τον όρο «ατοπία» για να περιγράψει την αλλεργία τους. Ατοπία καλείται η ατομική ή οικογενής τάση για παραγωγή IgE αντισωμάτων, ως απάντηση σε χαμηλές δόσεις αλλεργιογόνων, συνήθως πρωτεϊνών με αποτέλεσμα την ανάπτυξη τυπικών συμπτωμάτων όπως άσθμα, ρινοεπιπεφικίτιδα ή σύνδρομο αλλεργικού εκζέματος/δερματίτιδας (AEDS). Οι όροι «ατοπία» και «ατοπικός» χρησιμοποιούνται για την περιγραφή αυτού του χαρακτηριστικού και της υποκείμενης προδιάθεσης.

Οι "αλλεργικές" αντιδράσεις, που προκαλούνται από την IgE, δεν συμβαίνουν όλες σε ατοπικά άτομα. Στην καθημερινή κλινική πράξη, οι ιατροί χρησιμοποιούμε τον όρο Υπερευαισθησία: Η υπερευαισθησία προκαλεί αντικειμενικά, σταθερά αναπαραγόμενα συμπτώματα ή σημεία, που εμφανίζονται μετά από την έκθεση σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, καλά ανεκτό από φυσιολογικά άτομα. Και επειδή η Ιατρική έχει ακόμα μακρύ δρόμο στην πλήρη αποσαφήνιση των φαινόμενων υπερ-αντίδρασης του ανοσοποιητικού, πολύ συχνή καθημερινά είναι και η μη αλλεργική υπερ-ευαισθησία, δηλαδή αλλεργικές αντιδράσεις όπου όμως δεν ανιχνεύεται παραγωγή IgE αντισωμάτων.

Όλοι γνωρίζουμε τις συνηθέστερες αλλεργικές αντιδράσεις που είναι το άσθμα, η ρινο-επιπεφυκίτιδα και το έκζεμα. Με λιγότερο επιστημονικούς όρους, θα λέγαμε ότι μία ενδογενής ή επίκτητη τάση του οργανισμού να αντιδρά σαν «ψευδής συναγερμός» έναντι σε ακίνδυνες για τον μέσο πληθυσμό ουσίες (κοινά αλλεργιογόνα: γύρη, ακάρεα, πρωτεΐνες από αγελαδινό γάλα, φυστίκι, αυγό, ψάρι, δηλητήρια εντόμων, χημικά φάρμακα κυρίως αντιβιοτικά, χημικές ουσίες από καλλυντικά, απορρυπαντικά κ.α.) δημιουργεί συμπτώματα φλεγμονής που μπορεί να εμφανιστούν στο δέρμα, στον ρινικό βλεννογόννο, στον επιπεφυκότα του οφθαλμού ή στο βρογχικό δέντρο του αναπνευστικού. Τα συμπτώματα αυτά ποικίλλουν και ανά άτομο αλλά και ανά εποχή στο ίδιο άτομο, κυρίως δε ποικίλλουν σε επίπεδο βαρύτητας, από έναν απλό κνησμό μέχρι μία λίαν επικίνδυνη αναπνευστική δυσχέρεια.

Η εποχιακή αλλεργική ρινίτιδα είναι πολύ συχνή πάθηση που προκαλείται από αλλεργία σε διάφορα ειδικά αλλεργιογόνα. Τα πιο συχνά αλλεργιογόνα είναι η γύρη που αιωρείται στον αέρα από διάφορα φυτά, ακόμα και από αγριόχορτα, καθώς επίσης και σπόρια ή μύκητες. Επειδή αυτά αφθονούν στην ατμόσφαιρα την άνοιξη, αυτή είναι και η εποχή όπου η αλλεργική ρινίτιδα παρουσιάζει έξαρση στον πληθυσμό. Η αλλεργική αυτή υπερ-αντίδραση μπορεί να προσβάλλει και το φάρυγγα και τους επιπεφυκότες προκαλώντας αντιστοίχως αλλεργική φαρυγγίτιδα και επιπεφυκίτιδα. Καταρροή, συμφόρηση της μύτης, και συνεχείς πταρμοί, καθώς και δακρύρροια, κνησμός στα μάτια στον λάρυγγα και στον ουρανίσκο είναι τα πιο συχνά συμπτώματα. Ενδιαφέρον είναι ότι παρά την συνήθη εικόνα, στους ασθενείς υπάρχει πάντα μία πιο εξατομικευμένη εικόνα συμπτωματολογίας, την οποία μάλιστα εκμεταλλεύεται, τρόπον τινά, η Ομοιοπαθητική Ιατρική προκειμένου να χορηγηθεί το ακριβώς όμοιο φάρμακο μέσω του οποίου θα οδηγηθεί ο ασθενής στην ίαση και όχι απλά στην καταστολή των συμπτωμάτων. Έτσι βλέπουμε ασθενείς να έχουν για παράδειγμα μόνιμη καταρροή από τον ένα ρώθωνα και μόνιμη συμφόρηση από τον άλλο, ή η συμπτωματολογία να αφορά κυρίως του επιπεφυκότες με έντονη κλινική εικόνα και ελάχιστα συμπτώματα από την μύτη. Υπάρχουν ασθενείς που το μόνο βασανιστικό σύμπτωμα είναι η καυστικότητα της καταρροής, ενώ άλλοι που ο κνησμός στον ουρανίσκο είναι το πιο ισχυρό προεξάρχον σύμπτωμα. Από τον Ομοιοπαθητικό ιατρό, σε κάθε ασθενή με τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, θα χορηγηθεί διαφορετικό φαρμακευτικό σκεύασμα ανάλογα με την ιδιαιτερότητα των συμπτωμάτων, αλλά όπως έχουμε ήδη αναφέρει πολλές φορές, ανάλογα και με το συνολικό νευρικό και ανοσολογικό προφίλ του.

Στην Ιατρική, μία ολόκληρη ειδικότητα η Αλλεργιολογία, ασχολείται ειδικά με τους ασθενείς αυτούς και αντίστοιχα υπάρχει και η ειδικότητα της Παιδο-αλλεργιολογίας. Οι θεραπευτικές προσπάθειες έχουν ένα δίπτυχο: την μείωση των ενοχλητικών ή και επικίνδυνων συμπτωμάτων με φάρμακα που καταστέλλουν τα αλλεργικά συμπτώματα (αντιισταμινικά, κορτικοστεροειδή) είτε την προσπάθεια απευαισθητοποίησης έναντι συγκεκριμένων αλλεργιογόνων, όταν αυτά είναι φανερά. Ωστόσο παρά την πρόοδο της φαρμακευτικής στον τομέα αυτό, οι αλλεργικές παθήσεις ακόμα θεωρούνται ιδιαίτερα δυσεπίλυτες.

Η Ομοιοπαθητική Ιατρική, έχει σαν βασική αρχή της χορήγηση υπερ-αραιωμένων φυσικών διαλυμάτων που έχουν σαν στόχο την ανοσο-διέγερση και ανοσο-τροποποίηση της άμυνας του ανθρώπινου οργανισμού. Δεν στοχεύει στην καταστολή του συμπτώματος, βλέπει το σύμπτωμα σαν προσπάθεια του οργανισμού να πετύχει ομοιοστασία, ως εκ τούτου, στοχεύει στην ίαση του ασθενούς και όχι μόνο στην καταστολή των συμπτωμάτων μίας ασθένειας. Η συμβολή της στην θεραπεία των αλλεργιών και ιδιαίτερα των παιδικών, αναδεικνύεται καθημερινά στην κλινική πράξη. Εξάλλου και οι πρώτες μεγάλες κλινικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν σε μεγάλα ιατρικά περιοδικά με εμφανή θετικά αποτελέσματα υπερ της Ομοιοπαθητικής, αλλεργίες αφορούσαν. Ήταν οι μελέτες της δεκαετίας του ’90, για την «αλλεργία εκ χόρτου» από την Μ. Βρετανία του Dr.Reilly, που έβαλαν την Ομοιοπαθητική στον στίβο των μεγάλων κλινικών δημοσιεύσεων.

Πού οφείλεται όμως αυτή η ικανότητα του υπερ-αραιωμένου Ομοιοπαθητικού φαρμάκου να θεραπεύει τους αλλεργικούς ασθενείς; Ας δούμε λίγο τις βασικές αρχές που σχετίζονται με αυτήν την ικανότητα, συνδυαστικά και με τις γνώσεις της φύσης της αλλεργίας όπως αναφέρθηκαν στην αρχή.

Η Ομοιοπαθητική Ιατρική, στοχεύει στην ίαση από την νόσο και την προδιάθεσή της και όχι στην συνεχή καταστολή των συμπτωμάτων, πρακτική που ενέχει και τους κινδύνους των μακροπρόθεσμων παρενεργειών, τόσο των χημικών φαρμάκων, όσο και της ίδιας της καταστολής. Πράγματι μελετώντας τον ανθρώπινο οργανισμό σαν ενιαίο σύνολο, και όχι μόνο σαν επί μέρους σύστημα που νοσεί (βλέπε Τεύχος Natura, 5/4/10. ΨυχοΝευροΑνοσολογία και Ομοιοπαθητική), διαπιστώνουμε το εξής σημαντικότατο που δυστυχώς υποβαθμίζεται συστηματικά στην συμβατική Ιατρική. Η ίδια η καταστολή με χημικά φάρμακα κάποιων ενοχλητικών αλλεργικών συμπτωμάτων στο δέρμα, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην εμφάνιση αλλεργικών συμπτωμάτων σε πιο βαθείς και ευγενείς ιστούς όπως ο ρινικός βλεννογόνος και στη συνέχεια το βρογχικό δέντρο. Με λίγα λόγια όταν σε ένα παιδάκι με έκζεμα, χορηγούνται τοπικά κορτικοστεροειδή για ανακούφιση του δέρματος, αυξάνονται γεωμετρικά οι πιθανότητες αυτό να εμφανίσει τελικά άσθμα. Και αυτό θα συμβεί σε δεύτερο χρόνο , όπου ο οργανισμός, ύστερα από την τοπική χρήση κορτιζόνης, δεν θα μπορεί πιά την αλλεργική του προδιάθεση να την εκφράσει σε εξώτατο , αναπλάσιμο ιστό όπως το δέρμα για να μην κινδυνέψει. Εκείνη δε τη στιγμή ο δερματολόγος είναι ικανοποιημένος. Μήνες αργότερα ο ασθενής θα παρουσιάσει την πρώτη κρίση άσθματος, αλλά το ελλιπές σύστημα πληροφόρησης των υπηρεσιών υγείας, δεν θα ενημερώσει ποτέ τον δερματολόγο, ο οποίος μένει με την εντύπωση ενός θεραπευμένου –κατεσταλμένου στην πραγματικότητα εκζέματος.

Στην Ομοιοπαθητική Ιατρική, η θεραπεία εξατομικεύεται, υπερβολικά μάλιστα, ανάλογα με την ιδιαίτερη συμπτωματολογία του κάθε ασθενούς. Πράγματι είδαμε παραπάνω πόσα διαφορετικά αίτια, συμπτώματα και εναλλαγές συμπτωμάτων μπορεί να παρουσιάσει ένας αλλεργικός ασθενής και πόσο μπορεί να διαφέρει από έναν άλλον. Αυτή η ιδιαίτερη «εικόνα» του κάθε αλλεργικού ασθενούς, αναζητά στην Ομοιοπαθητική ένα «μοναδικό για αυτήν την εικόνα» φάρμακο για να την αναιρέσει, προς την «όμοια» κατεύθυνση που επιθυμεί ο οργανισμός και όχι προς την αντίστροφη με καταστολή.

Όπως ελάχιστες δόσεις αλλεργιογόνων αρκούν για να κάνουν μία μεγάλη αλλεργική αντίδραση σε έναν ευαίσθητο ασθενή, έτσι και ένα υπερ-αραιωμένο, πέραν της μοριακής δομής Ομοιοπαθητικό φάρμακο, αρκεί για να την αναιρέσουν.

Ειδικά για την παιδική αλλεργία, η Ομοιοπαθητική Ιατρική ενδείκνυται να είναι από τις πρώτες θεραπευτικές επιλογές. Τα αλλεργικά νεογνά, βρέφη και παιδιά, ανταποκρίνονται αμεσότερα στην επιχειρούμενη ανοσο-τροποποίηση από την Ομοιοπαθητική, γιατί έχουν ένα ανοσοποιητικό σύστημα που ακόμα εκπαιδεύεται. Όταν παράλληλα, υπάρχει ιστορικό ελάχιστης ή μηδενικής χημικής χρήσης, αυτή η ανταπόκριση είναι άμεση και κλινικά εντυπωσιακή, ενώ η αποφυγή καταστολής των αλλεργικών συμπτωμάτων από το δέρμα προς τους βρόγχους, συνιστά εφόδιο υγείας για την μετέπειτα ζωή τους. Το να προσφέρει κανείς μέσω μίας εξατομικευμένης, φυσικής, χωρίς παρενέργειες και θεραπείας όπως η Ομοιοπαθητική, μόνιμή ίαση στον παιδικό πληθυσμό, από μία τόσο πολύπλευρη και δυσεπίλυτη προδιάθεση είναι κάτι παραπάνω από θαυμαστή ιατρική. Είναι κοινωνική επένδυση για το μέλλον.

Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση της άσκησης Ομοιοπαθητικής από Ιατρούς με απαιτούμενη εκπαίδευση.